Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Ευπρόσδεκτο... μένος

Στις εκλογές των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το αν μας απασχολεί η πορεία προς την ΟΝΕ ή η καταπολέμηση της διαφθοράς (αυτό το μάλλον ευτελές κριτήριο του ποιος είναι λιγότερο κλέφτης, χωρίς καν να βαρύνει στο ισοζύγιο η ικανότητα καθενός), κοινός τόπος του πολιτικού λόγου μοιάζει να είναι πως υπάρχει πάντα μία ενδεδειγμένη λύση. «Το καλό του τόπου», που λέμε, παρουσιάζεται ως αδιαμφισβήτητο και μονοσήμαντο για όλους. Ακόμη και η κυρία Παπαρήγα που ονομάζει αντίπαλο το κεφάλαιο, κατά τα λοιπά προεξοφλεί ότι θα ήταν καλό για όλους τους «εργάτες» να καθίσταται το προϊόν του κόπου τους «κοινωνική περιουσία», είτε σκοτώνονται στη δουλειά είτε διαπρέπουν στο αραλίκι.

Η αντίληψη αυτή, εύκολη και εύηχη, συσκοτίζει την ουσία της πολιτικής. Γιατί, βέβαια, κοινό καλό δεν υπάρχει- ή πάντως δεν υπάρχει σε πλήθος θεμάτων. Η πολιτική δεν είναι μόνο αναζήτηση σύγκλισης στα πολλά ζητήματα όπου μπορεί να διαμορφωθεί ομοφωνία (ή περίπου), αλλά κυρίως η αντιπροσώπευση της σύγκρουσης στα πολύ περισσότερα όπου υπάρχει διάσταση συμφερόντων, αρχών και προτεραιοτήτων.

Σε ένα από τα διαφημιστικά σποτ της η ΝΔ εμφανίζει, λόγου χάριν, ως απειλή για τον πολίτη τη σχεδιαζόμενη επαναφορά του φόρου κληρονομιάς από το ΠαΣοΚ.

Το κάνει αυτό ελπίζοντας- πολύ εύστοχα- να εξάψει τα «μικροαστικά» αντανακλαστικά όσων, ελπίζοντας σε μια μικρή ελάφρυνση για την οικογένειά τους, δεν συνειδητοποιούν ότι οι προεστοί ωφελούνται δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ- και ότι το όφελος εκείνων θα αναπληρωθεί με άλλους φόρους ή με περικοπές παροχών εις βάρος των ασθενεστέρων.

Η απάντηση σε αυτό- και σε πολλά άλλα- δεν μπορεί να διατυπωθεί με αναφορές στο κοινό καλό, αλλά μόνο με παραπομπές στα αντίρροπα συμφέροντα και στις αντίθετες αξίες στην κοινωνία. Ο αντίλογος στην κατάργηση του φόρου κληρονομιάς δεν επιδέχεται στρογγυλέματα, αλλά μόνο ανοιχτή ρήξη- όπως εκείνη του Ομπάμα, όταν ο εγκάθετος από τους Ρεπουμπλικανούς «Τζο ο υδραυλικός» είχε παραπονεθεί για την υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων: άποψή μας είναι ότι όποιος βγάζει πολλά πρέπει να πληρώνει για να βοηθούνται οι ασθενέστεροι, είχε πει τότε ο νυν πρόεδρος- όποιος είχε την αντίθετη ας ψήφιζε Μακ Κέιν. Ο Ρούζβελτ τις παραμονές των εκλογών του 1936 είχε υπάρξει πολύ σκληρότερος αναφερόμενος στους «ταξικούς ανταγωνιστές» του Νιου Ντιλ: «Είναι οι δυνάμεις αυτές ομόφωνες στο μίσος εναντίον μου- και το μίσος τους αυτό το καλωσορίζω».

Ο γλυκασμός της ηπιότητας και του «πολιτικού πολιτισμού» δεν πρέπει να αναιρεί τη σφοδρότητα της αντιπαράθεσης σε επίπεδο αξιών και συμφερόντων. Δεν πιστεύουμε όλοι τα ίδια. Δεν μας συμφέρουν όλους τα ίδια. Καλό είναι οι πολιτικές δυνάμεις να το θυμίζουν- και να προσδιορίζουν τον αντίπαλο. Αν δεν το κάνουν με τη δέουσα ένταση, γεννιέται η εύλογη υπόνοια μήπως δεν το εννοούν κιόλας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου